Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε προσέξει την ετικέτα «Ελληνικό Προϊόν», και ίσως να αποτελεί και σημαντικό κίνητρο για την αγορά του αγαθού αυτού. Πράγματι, ειδικά στα χρόνια της κρίσης, σε μία προσπάθεια των πολιτών να στηρίξουν την εγχώρια παραγωγή, η ετικέτα αυτή έγινε «κίνημα». Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που εμφανίζεται και δεν είναι μόνο ένα κίνημα. Αποτελεί επίσης οικονομική θεωρία, η οποία χρονολογείται πίσω στον 18ο αιώνα: σύμφωνα με την θεωρία των Μερκαντιλιστών, κάθε κράτος πρέπει να πετυχαίνει οικονομική αυτάρκεια, δηλαδή να παράγει εγχώρια όσα προϊόντα καταναλώνει. Αυτή η θεωρία ξεπεράστηκε μετά την δημοσίευση του «Πλούτου των εθνών» του Άνταμ Σμιθ, σύμφωνα με τον οποίο οι οικονομίες πρέπει να εξειδικεύονται στην παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων και να ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα παραγόμενα αγαθά. Οι σύγχρονες οικονομίες ακολουθούν την πρακτική αυτή μέσω του διεθνούς ελεύθερου εμπορίου και πράγματι έχει παρατηρηθεί ότι το παγκόσμιο εισόδημα αυξάνεται καθώς αυξάνεται και ο όγκος του εμπορίου.
Τι είναι όμως το διεθνές εμπόριο; Από τι εξαρτάται; Ποια προϊόντα ανταλλάσσονται τελικά και ποιος κερδίζει;
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν είναι αυτό που μάς δείχνει το συνολικό εισόδημα μιας οικονομίας και αποτελείται από τις δημόσιες δαπάνες (κρατικές επενδύσεις στην εκπαίδευση, στην υγεία κ.ά.), την κατανάλωση των νοικοκυριών και την επένδυση των πολιτών ή των επιχειρήσεων. Στις ανοιχτές οικονομίες του σήμερα όμως, υπάρχει ένα επιπλέον συστατικό του συνολικού εισοδήματος της οικονομίας και αυτό είναι το διεθνές εμπόριο. Το διεθνές εμπόριο με την σειρά του αποτελείται από δύο δομικά χαρακτηριστικά, τις εισαγωγές και τις εξαγωγές, η αλληλεπίδραση των οποίων είναι καθοριστική. Τα αυτοκίνητά μας είναι μία εισαγωγή καθώς τα καταναλώνουμε εγχώρια, χωρίς όμως να τα έχουμε παράξει. Αντίστοιχα οι παραγωγοί ελληνικού γιαουρτιού εξάγουν το προϊόν τους στο εξωτερικό, σε ξένους καταναλωτές. Ο δείκτης που μας βοηθάει να μελετήσουμε αυτή την αλληλεπίδραση είναι το εμπορικό ισοζύγιο, και ισούται με τις εξαγωγές μείον τις εισαγωγές.
Από τι όμως εξαρτώνται οι εξαγωγές και οι εισαγωγές μιας χώρας; Ποια προϊόντα τελικά θα εισάγουμε από το εξωτερικό και ποια είναι αυτά που θα εξάγουμε;
Το ιδανικό είναι η απόφαση αυτή να παίρνεται με βάση τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Παρακάτω θα δούμε ένα απλουστευμένο παράδειγμα για τη βαθύτερη κατανόηση της έννοιας αυτής.
Έστω ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Πορτογαλία καταναλώνουν και παράγουν ύφασμα και κρασί. Οι καταναλωτές τους, καταναλώνουν τα αγαθά αυτά μόνο από την εγχώρια παραγωγή. Ας υποθέσουμε όμως πως η Πορτογαλία μπορεί να παράγει περισσότερο και φθηνότερο κρασί, ενώ το ίδιο ισχύει για το ύφασμα στη Μ.Β. Αν λοιπόν οι δύο χώρες αποφασίσουν να εμπορευτούν μεταξύ τους, οι καταναλωτές στην Πορτογαλία θα παίρνουν πιο φθηνό ύφασμα από την Μ.Β, σε σχέση με αυτό που θα μπορούσαν να πάρουν από τους εγχώριους παραγωγούς. Αγοράζοντας λοιπόν πιο φθηνά το ένα αγαθό, τους περισσεύει εισόδημα ώστε να αυξήσουν όλη την κατανάλωσή τους, αυξάνοντας έτσι και την συνολική ευημερία τους. Η Πορτογαλία έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στο κρασί, ενώ η Μ.Β. στο ύφασμα. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία λοιπόν, κάθε οικονομία ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της οφείλει να εξειδικεύεται (όχι απαραίτητα πλήρως) στον τομέα παραγωγής όπου είναι πιο ανταγωνιστική, όπου δηλαδή οι παραγωγικές της δυνατότητες και ιδιαιτερότητες (κλίμα, φυσικοί πόροι, τεχνογνωσία) είναι πιο κατάλληλες.
Ποια είναι όμως η ιδανική τιμή που πρέπει να έχει το εμπορικό ισοζύγιο μιας χώρας; Ποιο είναι το κέρδος από το διεθνές εμπόριο και ποιος επωφελείται από αυτό;
Στην περίπτωση που το εμπορικό ισοζύγιο είναι θετικό, δηλαδή εάν οι εξαγωγές είναι περισσότερες από τις εισαγωγές, η χώρα έχει μια ισχυρή επενδυτική θέση στην διεθνή αγορά και λέμε πως παρουσιάζει εμπορικό πλεόνασμα. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή οι εισαγωγές είναι περισσότερες από τις εξαγωγές, έχουμε έλλειμμα. Η λέξη έλλειμμα μάς φέρνει συχνά αρνητικούς συνειρμούς και γι’ αυτό το εμπορικό έλλειμμα θεωρείται ως πρόβλημα. Κι όμως οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αγαθών. Μόνιμα σχεδόν παρουσιάζει εμπορικό έλλειμμα αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες. Γιατί;
Σε γενικές γραμμές και στα πλαίσια αυτού του άρθρου, αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η τιμή του εμπορικού ισοζυγίου δεν παραμένει μακροχρόνια σταθερή και το καλύτερο είναι καμία οικονομία να μην παρουσιάζει μόνιμα εμπορικό έλλειμμα ή πλεόνασμα.
Οι εξαγωγές δηλώνουν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, τις επενδύσεις που μπορεί να κάνει στο εξωτερικό, το πόσο ανταγωνιστικά είναι τα προϊόντα της. Χωρίς ανταγωνιστικό παραγωγικό τομέα και συνεπώς χωρίς εξαγωγές, η χώρα μπαίνει σε έναν έμμεσο δανεισμό. Καταναλώνει όχι μόνο προϊόντα που δεν παράγει η ίδια, αλλά προϊόντα που άλλοι έχουν παράξει για εκείνη και μπορεί να τα αγοράσει μόνο αυξάνοντας τον δανεισμό της, αφού η ίδια δεν έχει με κάτι να τα «ανταλλάξει».
Παρ’ όλα αυτά το μεγαλύτερο κέρδος συνήθως έρχεται- παραδόξως – από τις εισαγωγές. Όταν μια οικονομία ξεκινά να εισάγει ένα προϊόν πιο φθηνά από το εξωτερικό, συνεπάγονται δύο θετικά αποτελέσματα. Πρώτον οι καταναλωτές της αγοράζουν περισσότερα αγαθά και φθηνότερα. Δεύτερον ελευθερώνονται παραγωγικοί πόροι από μη παραγωγικούς τομείς και επενδύονται στους πιο αποδοτικούς. Συνεπώς αυξάνεται ναι μεν η κατανάλωση αλλά συγχρόνως αυξάνεται και η παραγωγή του ανταγωνιστικού προϊόντος και ενδεχομένως ως δευτερεύον αποτέλεσμα και οι εξαγωγές της οικονομίας.
Βέβαια αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει και κάποιο κόστος. Παίρνοντας το παράδειγμα της Πορτογαλίας και της Αγγλίας όπως πριν, όταν η Πορτογαλία αρχίσει να εισάγει ύφασμα, μερικές από τις εγχώριες βιοτεχνίες θα κλείσουν αφήνοντας άνεργους ένα κομμάτι του πληθυσμού. Νικητές είναι οι καταναλωτές, χαμένοι όμως οι εγχώριοι παραγωγοί του υφάσματος. Ο λιγότερο παραγωγικό κλάδος πλήττεται, και οι εργαζόμενοί του αναγκάζονται να μετακινηθούν στην παραγωγή του κρασιού.
Υπάρχει πάντα κέρδος για την οικονομία;
Η απάντηση είναι ναι. Οι εγχώριοι παραγωγοί του εισαγόμενου προϊόντος μπορεί να ζημιώνονται, ωστόσο αυτή η ζημία τους δεν φτάνει για να προσπεράσει το συνολικό όφελος της οικονομίας. Η οικονομία ως σύνολο πάντα επωφελείται καθώς οι καταναλωτές της, έχουν στη διάθεσή τους μεγαλύτερη ποικιλία αγαθών και σε χαμηλότερες τιμές. Επιπλέον οι καταναλωτές της οικονομίας αποτελούν την μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού, την οποία θα έπρεπε να θέλουμε να κρατήσουμε ευχαριστημένη πολύ περισσότερο από μια μικρή ομάδα ιδιοκτητών και καταναλωτών συγκεκριμένων προϊόντων.
Βοηθός της οικονομίας στο διεθνές εμπόριο είναι σαφώς και το κράτος. Ο ρυθμιστικός του ρόλος (και όχι ο παρεμβατικός) είναι αυτός που εξασφαλίζει την κοινωνική ευημερία. Το κράτος έχει την υποχρέωση, όπου και όποτε κρίνεται απαραίτητο, να μεταβιβάζει μέρος των κερδών από την μία κοινωνική ομάδα στην άλλη. Συνεπώς, μέσω της φορολογίας, των ασφαλιστικών παροχών και των επιδομάτων, οι ρυθμιστικές αρχές μεταβιβάζουν το κέρδος των εγχώριων παραγωγών που εξάγουν στους ζημιωμένους εγχώριους παραγωγούς, αντιμετωπίζοντας έτσι την εμφάνιση τυχών προβλημάτων και ανισοτήτων. Το κράτος ρυθμίζει, ελέγχει, στηρίζει, οι εισαγωγές δίνουν κέρδος και οι εξαγωγές στηρίζουν τις επενδύσεις συμβάλλοντας στην βιωσιμότητα και στο μακροχρόνιο κέρδος από το διεθνές εμπόριο.
Η περίπτωση της Ελλάδας και το ζήτημα της παραγωγικότητας
Ένα πλήθος σχεδιαγραμμάτων και εμπειρικών δεδομένων μάς δείχνει πως πράγματι χώρες με μικρό εξαγωγικό τομέα (ενώ αντίθετα μεγάλο εισαγωγικό) είναι πιο ευάλωτες στις διεθνείς κρίσεις, όπως και συνέβη και στην οικονομική κρίση του 2009. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, το μακροχρόνιο εμπορικό έλλειμμα, δηλαδή η διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών, κράτησαν την χώρα ακόμα πιο βαθιά στην ύφεση και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Πηγή: ΟΟΣΑ
Στο παραπάνω σχήμα στην μπλε γραμμή βλέπουμε την πορεία του ελληνικού εμπορικού ισοζυγίου, ενώ στην πορτοκαλί την αντίστοιχη μέση πορεία όλων των χωρών ΟΟΣΑ την περίοδο 2005-2018. Υπολογίζοντας το εμπορικό ισοζύγιο αφαιρούμε τις εισαγωγές από τις εξαγωγές. Οι αρνητικές τιμές στο σχήμα δείχνουν το εμπορικό έλλειμμα τις Ελλάδας, δηλαδή το πόσο περισσότερες εισαγωγές έχει σε σχέση με τις εξαγωγές της. Δύο χρόνια πριν από την κρίση η διαφορά εξαγωγών με εισαγωγές έφτασε σε εξαιρετικά μεγάλο επίπεδο, «προειδοποιώντας» την ύφεση που ακολούθησε. Στα χρόνια της κρίσης, λόγω των αντίστοιχων μέτρων, παρατηρείται η μείωση του ελλείμματος και η προσπάθεια σύγκλισης του με τον ΜΟ των χωρών ΟΟΣΑ.
Σημαντικό βέβαια είναι να αναφέρουμε πως για να μειωθεί σταθερά το εμπορικό έλλειμμα χρειάζεται αύξηση των εξαγωγών, καθώς αποτελούν μια σημαντική οικονομική δραστηριότητα με πολλαπλά οφέλη. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτή η αύξηση ήταν σχετικά μικρή και η μείωση έγινε κυρίως λόγω μείωσης της κατανάλωσης και συνεπώς μείωση των εισαγωγών. Αυτό ίσως θα μπορούσε να εξηγήσει την αύξησή του τα τελευταία χρόνια.
Τέλος αξίζει να επισημάνουμε πως το διεθνές εμπόριο, όπως και τα περισσότερα οικονομικά φαινόμενα δεν είναι μονοδιάστατα. Η ευρύτερη κατανόησή τους απαιτεί περισσότερη μελέτη και προσοχή. Στην περίπτωση του διεθνούς εμπορίου η σχέση εισαγωγών και εξαγωγών σε μια οικονομία φανερώνει πολλές περισσότερες πληροφορίες. Αυτό που αξίζει όμως να θυμόμαστε είναι πως οι εισαγωγές μας βοηθάνε να αγοράσουμε φθηνότερα ενώ οι εξαγωγές ενισχύουν την παραγωγικότητα και τις επενδύσεις. Σε οικονομίες ελεύθερου εμπορίου όπως οι σημερινές, η σωστή διαχείριση των πόρων και η ανάπτυξη κάθε κράτους στις διεθνείς αγορές είναι το κλειδί για την οικονομική του μεγέθυνση.
- PAUL, Κ., MAURICE, Ο., & MARC, Μ. (2016). Διεθνής Οικονομική: Θεωρία και Πολιτική. Ελλάδα: Κριτική
- Δασκάλου , Γ. (2001). Διεθνές Εμπόριο. Ελλάδα: Σύγχρονη εκδοτική.
- Γαλενιανός, Μ. (2015). Το εμπορικό ισοζύγιο και η ελληνική κρίση.
- International Monetary Fund . (n.d.). International Monetary Fund – Homepage. Retrieved December 18, 2019, from https://www.imf.org/external/index.htm
ΜΑΡΙΑ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η Μαρία είναι φοιτήτρια του τμήματος Διεθνών Ευρωπαϊκών και Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και σύντομα φοιτήτρια του Πανεπιστημίου Παρισιού 1 Panthéon-Sorbonne όπου και θα ολοκληρώσει τις προπτυχιακές σπουδές της. Πραγματοποιεί την πρακτική της στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και συμμετέχει σε έρευνες ευρωπαϊκών οικονομικών σχέσεων.