bf6e6aee52173ec5d2a5530777d247e3_L

Ποσοτική Χαλάρωση στην Ευρωζώνη – ποια είναι τα όριά της;

Σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η κεντρική τράπεζα μιας χώρας, παράλληλα με την κυβέρνηση, προσπαθεί να αμβλύνει τις επιπτώσεις της κρίσης αυτής και να επαναφέρει την οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Στην Eυρωζώνη υπάρχει ο θεσμός την κοινής κεντρικής τράπεζας, αλλά όχι της κοινής κυβέρνησης. Τι εργαλεία όμως διαθέτει μια κεντρική τράπεζα, η οποία έχει υπό την επίβλεψη της διαφορετικές οικονομίες, και μάλιστα κατά τη διάρκεια μιας από τις σφοδρότερες οικονομικές κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας;

Κεντρική Τράπεζα

Ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών είναι να διατηρούν την οικονομία της χώρας τους σε εύρυθμη λειτουργία, μέσω της εφαρμογής της κατάλληλης νομισματικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, διασφαλίζουν τη σταθερότητα των τιμών μέσω του ελέγχου του πληθωρισμού*, και λειτουργούν ως δανειστής έσχατης ανάγκης για τις εμπορικές τράπεζες της χώρας ελέγχου τους [1].

Το πρώτο το καταφέρνουν ρυθμίζοντας τα επιτόκια. Για παράδειγμα, σε περιόδους ύφεσης η κεντρική τράπεζα μειώνει τα επιτόκια, μειώνοντας έτσι το κόστος δανεισμού και δίνοντας ουσιαστικά κίνητρο για λιγότερη αποταμίευση και περισσότερη επένδυση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση του πληθωρισμού. Ως δανειστής έσχατης ανάγκης η κεντρική τράπεζα λειτουργεί όταν ένας οργανισμός, π.χ. μια εμπορική τράπεζα, δεν καταφέρνει να βρει τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για να συνεχίσει απρόσκοπτα τη λειτουργία της. Ενδεχόμενη χρεοκοπία της θα επηρέαζε σημαντικά την οικονομία (απώλεια καταθέσεων ανθρώπων και επιχειρήσεων), επομένως η κεντρική τράπεζα επεμβαίνει, δανείζοντας τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους.

Τα παραπάνω παραδείγματα νομισματικής πολιτικής αναφέρονται συχνά ως “συμβατικά εργαλεία νομισματικής πολιτικής”. Τι συμβαίνει όμως σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όταν τα εργαλεία αυτά δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα; Η απάντηση είναι ότι εφαρμόζονται μη-συμβατικά εργαλεία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη ποσοτική χαλάρωση.

Ποσοτική Χαλάρωση

Η ποσοτική χαλάρωση (quantitative easing ή QE) είναι ένα εργαλείο νομισματικής πολιτικής, στη φαρέτρα της κεντρικής τράπεζας. Σε περιόδους ύφεσης της οικονομίας, η κεντρική τράπεζα δημιουργεί (ψηφιακά) χρήμα και αγοράζει χρεόγραφα, κυρίως σε μορφή κρατικών ομολόγων, από εμπορικές τράπεζες. Το αποτέλεσμα αυτής της πράξης είναι διττό.

Αρχικά, η αγορά τέτοιων χρεογράφων προσφέρει στις εμπορικές τράπεζες μια ανάσα ρευστότητας. Αυτές με τη σειρά τους μπορούν να εκδώσουν νέα δάνεια αλλά και να επενδύσουν απευθείας οι ίδιες. Τα δάνεια αυτά δίνουν τη δυνατότητα σε ανθρώπους και επιχειρήσεις να αυξήσουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις τους. Παράλληλα, ‘σπρώχνει’ τους επενδυτές από την αγορά ασφαλών ομολόγων (κρατικών, τα οποία έχουν χαμηλή αλλά εγγυημένη απόδοση) σε πιο επισφαλείς αγορές, όπως οι εταιρικές μετοχές (υψηλές αποδόσεις, αλλά πάντα υπάρχει ο κίνδυνος χρεοκοπίας της επιχείρησης και απώλεια της επένδυσης). Αύξηση των επενδύσεων στον ιδιωτικό τομέα σημαίνει αύξηση των θέσεων εργασίας. Το αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η μεγέθυνση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.

Η κριτική που ασκείται στη χρήση της ποσοτικής χαλάρωσης επικεντρώνεται κυρίως στο γεγονός ότι η ρευστότητα μεταφέρεται από την κεντρική τράπεζα στις εμπορικές τράπεζες και όχι απευθείας στους ανθρώπους και στις επιχειρήσεις. Ουσιαστικά αφήνει στη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε τράπεζας τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσει τους νεοαποκτηθέντες πόρους της. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μπορεί να επιλέξει να μην εκδώσει νέα δάνεια αλλά να επιδοθεί σε υψηλού ρίσκου επενδύσεις ή ακόμα και να κρατήσει τα χρήματα στα αποθεματικά της. Επίσης, η κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να πιέσει ανθρώπους και επιχειρήσεις να δανειστούν. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να καλλιεργήσει ένα κλίμα σταθερότητας και οικονομικής ηρεμίας.

Ένα άλλο ρίσκο της ποσοτικής χαλάρωσης είναι ότι η υπέρμετρη χρήση της ίσως οδηγήσει σε εκτόξευση του πληθωρισμού, λόγω της ραγδαίας αύξησης της ποσότητας του χρήματος. Τουλάχιστον θεωρητικά. Στην πράξη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ευρωζώνη, ο πληθωρισμός, από την αρχή της κρίσης, παραμένει σε χαμηλά επίπεδα παρόλο την έντονη και συνεχιζόμενη εφαρμογή της ποσοτικής χαλάρωσης (βλ. Εικόνα 2).

Ευρωζώνη

Η Ευρωζώνη αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση, όπου 19 χώρες μοιράζονται το ίδιο νόμισμα, το ευρώ. Έτσι, δημιουργήθηκε η ανάγκη για μια κοινή κεντρική τράπεζα, που θα ήταν υπεύθυνη για τη διαφύλαξη της σταθερότητας του νομίσματος. Αυτή η τράπεζα ονομάζεται Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.) και, παρόλο που έχει ξεχωριστή διοίκηση, οι κεντρικοί τραπεζίτες των επιμέρους χωρών έχουν λόγο στη χάραξη της κοινής νομισματικής πολιτικής. Βασικός της στόχος είναι η διατήρηση του πληθωρισμού λίγο κάτω από το 2% μεσοπρόθεσμα. Το πετυχαίνει ρυθμίζοντας τα επιτόκια και την ποσότητα του χρήματος στην αγορά.

Δέκα χρόνια μετά την ίδρυση της, η Ε.Κ.Τ. βρέθηκε σε μια προβληματική κατάσταση που μέχρι σήμερα παραμένει άλυτη.

Η Μεγάλη Ύφεση

Το πρόβλημα αυτό ονομάστηκε Μεγάλη Ύφεση, συνέβη το 2008 και πρόκειται για μια από τις πιο επώδυνες οικονομικές κρίσεις στη σύγχρονη ιστορία της ανθρωπότητας. Τράπεζες κατέρρευσαν, επιχειρήσεις έκλεισαν, η ανεργία εκτινάχθηκε στα ύψη, οι αξίες των νομισμάτων κατακερματιστήκαν. Κεντρικές τράπεζες, ανά την υφήλιο, προσπαθούσαν να διασώσουν τις οικονομίες των χωρών τους με οποιοδήποτε τρόπο. Η Ε.Κ.Τ. έριξε σταδιακά τα επιτόκια μέχρι το 0%, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βελτιώσει τις οικονομίες των 19 της Ευρωζώνης. Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη. Επομένως έπρεπε να βρεθεί μια λιγότερο συμβατική λύση.

Εικόνα 1 : Επιτόκια στις καταθέσεις, Ευρωζώνη, 1999-2019 πηγή: στοιχεία από την Ε.Κ.Τ.

Τον Μάιο του 2009, η Ε.Κ.Τ. ανακοίνωσε μια πρώιμη εφαρμογή της ποσοτικής χαλάρωσης, με στόχο την αγορά ομολόγων, κυρίως εταιρικών, αξίας 60€ δις. Καθώς ο πληθωρισμός, μετά από μια σύντομη άνοδο, επανήλθε σε χαμηλά επίπεδα και τα επιτόκια έφτασαν στο σημείο να βρίσκονται σε αρνητικό επίπεδο (2014), η Ε.Κ.Τ. αναγκάστηκε, το 2015, να θέσει σε εφαρμογή μια διευρυμένη ποσοτική χαλάρωση, στοχεύοντας αυτή τη φορά και σε κρατικά ομόλογα. Η αγορά ομολόγων κυμαίνονταν στα επίπεδα των 60€ δις το μήνα.

Από το 2015 έως το 2018, αγόρασε κοντά στα 2.6€ τρις σε κρατικά ομόλογα και ιδιωτικό χρέος, με σκοπό την αύξηση του πληθωρισμού, που εκείνη την εποχή έφτασε ακόμα και σε αρνητικά επίπεδα. Η εφαρμογή της ποσοτικής χαλάρωσης δεν έλυσε οριστικά το πρόβλημα. Ο πληθωρισμός βρίσκεται πάλι σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Ιταλία, αντιμετωπίζουν υψηλό δημόσιο χρέος [2] και μια νέα κρίση χρέους βρίσκεται προ των πυλών στην Ευρωζώνη [3].

H Ε.Κ.Τ. ανακοίνωσε ακόμα ένα νέο γύρο αγοράς ομολόγων, ξεκινώντας από τον Νοέμβριο του 2019, με αγορές της τάξης των 20€ δις το μήνα. Το νέο πρόγραμμα θα διατηρηθεί σε λειτουργία για όσο καιρό κριθεί αναγκαίο [4].

Πληθωρισμός

Εικόνα 2 : Πληθωρισμός στην Ευρωζώνη, 1999-2019 πηγή: Ε.Κ.Τ.

Συμπεράσματα

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εφάρμοσε κάθε δυνατό μέσο, συμβατικό και μη, που είχε στη διάθεσή της για τη διάσωση του ευρώ. Η ποσοτική χαλάρωση, παράλληλα με τα χαμηλά επιτόκια, κατάφερε να διατηρήσει τον πληθωρισμό σε ανεκτά επίπεδα. Κάποιοι κατηγορούν την Ε.Κ.Τ. ότι άργησε να εφαρμόσει την ποσοτική χαλάρωση και κάποιοι άλλοι ότι η έκταση της ήταν περιορισμένη. Η ουσία όμως είναι ότι απέτρεψε, προσωρινά, μια άτακτη κατάρρευση της ζώνης του ευρώ. Δεν κατάφερε όμως να λύσει οριστικά το πρόβλημα. Και ούτε πρόκειται να το λύσει.

Μέσα στο παρόν ασταθές οικονομικό περιβάλλον, νέα εργαλεία νομισματικής πολιτικής, πέρα από την ποσοτική χαλάρωση, καθώς και διαφορετικές δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης κρίσης. Πρόσφατα, ο απερχόμενος πρόεδρος της Ε.Κ.Τ., Mario Draghi, μίλησε για την ανάγκη εφαρμογής εναλλακτικών πολιτικών πέρα από τη λιτότητα, που θα επιτρέψουν περισσότερες δημόσιες επενδύσεις παράλληλα με την ύπαρξη μεγαλύτερων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, με σκοπό την πολυπόθητη οικονομική ανάπτυξη [5]. Ένα είναι σίγουρο, η επερχόμενη πρόεδρος της Ε.Κ.Τ., Christine Lagarde, θα έχει δύσκολη δουλειά τα επόμενα χρόνια.

* Πληθωρισμός είναι μια κατάσταση κατά την οποία αυξάνονται οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών. Υψηλός πληθωρισμός σημαίνει υψηλές τιμές, μικρότερη ζήτηση και άρα μείωση της παραγωγής. Αρνητικός πληθωρισμός ή Αποπληθωρισμός είναι η αντίθετη κατάσταση, στην οποία μειώνονται οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών. Συνήθως είναι δείγμα ανίσχυρης οικονομίας, στην οποία άνθρωποι και επιχειρήσεις δεν επενδύουν. Ο στόχος του πληθωρισμού που έχει τεθεί σε μια σύγχρονη οικονομία είναι λίγο κάτω από το 2%.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΡΑΣ

Ο Σταύρος είναι τελειόφοιτος του M.Sc. “Οικονομικής Επιστήμης” του Ο.Π.Α. και απόφοιτος B.Sc. “Μηχανικών Η/Υ και Πληροφορικής” του Πανεπιστημίου Πατρών. Ασχολείται επαγγελματικά με την ιστιοπλοΐα.