Συχνά στον τύπο ακούμε για τα πρωτογενή πλεονάσματα, για το αν και το πώς αυτά επιτυγχάνονται, αλλά και τη συζήτηση για το πόσο ωφελούν την οικονομία. Τελευταία, μάλιστα, γίνεται λόγος για μείωση των πλεονασμάτων σε σχέση με τα συμφωνηθέντα επίπεδα λόγω του θετικού κλίματος στις αγορές και την επίτευξη χαμηλών επιτοκίων στα Ελληνικά ομόλογα. Τι ονομάζουμε, όμως, πρωτογενή πλεονάσματα; Γιατί οι κυβερνήσεις δεσμεύουν την ελληνική οικονομία θέτοντας πλεονασματικούς στόχους σε βάθος χρόνου; Ωφελούν τελικά την οικονομία;
Προϋπολογισμός
Για να εξηγήσουμε τι ακριβώς είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να κατανοήσουμε την έννοια του Κρατικού Προϋπολογισμού. Κάθε χρόνο οι κυβερνήσεις των κρατών σχεδιάζουν και εκτιμούν τα δημόσια έσοδα και τις δαπάνες για το επόμενο έτος. Ο κρατικός προϋπολογισμός, όπως ονομάζεται, είναι ένας πίνακας με τα Συνολικά Έσοδα (τα ποσά τα οποία εκτιμά ότι θα εισπράξει το κράτος) και τις Συνολικές Δαπάνες που θα έχει την επόμενη χρονιά και ψηφίζεται κάθε χρόνο από τους Βουλευτές.
Στο παραπάνω παράδειγμα τα συνολικά έσοδα της Κυβέρνησης είναι ίσα με τα συνολικά της έξοδα. Όταν ισχύει αυτό, ο προϋπολογισμός ονομάζεται ισοσκελισμένος. Κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι σπάνιο, αφού συνήθως οι συνολικές δαπάνες καταλήγουν να είναι περισσότερες από τα συνολικά έσοδα, δηλαδή ο προϋπολογισμός είναι ελλειμματικός.
Δημόσιο Χρέος
Προκειμένου να καλύψουν το έλλειμμα που δημιουργείται, τα κράτη δανείζονται μέσω έκδοσης ομολόγων είτε από τις διεθνείς χρηματαγορές (π.χ. επενδυτικές τράπεζες), είτε από τους πολίτες. Το συνολικό (συσσωρευμένο) ποσό δανεισμού ανά τα χρόνια αποτελεί το δημόσιο χρέος, το οποίο μετριέται συνήθως ως ποσοστό του ΑΕΠ[1] της χώρας, δηλαδή με τη μορφή κλάσματος . Το κλάσμα αυξάνει (μειώνει) με την αύξηση (μείωση) του ΧΡΕΟΥΣ και αυξάνει (μειώνει) με την μείωση (αύξηση) του ΑΕΠ . Η Ελλάδα, όπως παρατηρούμε και στον πίνακα παρακάτω, έχει ένα υψηλό ποσοστό λόγω της μείωσης του ΑΕΠ της (του παρονομαστή) τα τελευταία 10 χρόνια και της αύξησης του χρέους της (του αριθμητή).
Τα κράτη χρησιμοποιούν τα έσοδα από τον δανεισμό είτε για να επενδύσουν σε δημόσια έργα (δρόμους, λιμάνια κλπ.), είτε για να καλύψουν ορισμένες από τις υπάρχουσες ανάγκες και υποχρεώσεις τους όπως οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων ή οι συντάξεις. Σε κάθε περίπτωση οι κυβερνήσεις δανείζονται προσβλέποντας σε μια βελτίωση (μεγέθυνση) της οικονομίας μελλοντικά, ώστε να αποπληρώσουν και τα δάνειά τους.
Πρωτογενή Πλεονάσματα
Το πρωτογενές πλεόνασμα προκύπτει όταν τα έσοδα ξεπερνούν τα έξοδα στο τέλος του έτους χωρίς να υπολογίζεται η εξυπηρέτηση του χρέους (οι τόκοι δηλαδή).
Ας δούμε το παρακάτω παράδειγμα. Ένα νοικοκυριό έχει τα παρακάτω στοιχεία.
- Έσοδα: 1500€
- Έξοδα (πλην δόσης δανείου): 1000€
- Δόση Δανείου: 600€
Το παραπάνω νοικοκυριό έχει πρωτογενές πλεόνασμα 500€ το οποίο προκύπτει από την πράξη Έσοδα – Έξοδα = 1500€ – 1000€ = 500€. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζει! Το παραπάνω νοικοκυριό μπορεί να έχει πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά συνολικά είναι ελλειμματικό! Το έλλειμμα υπολογίζεται αν λάβουμε υπόψιν μας και το ποσό της δόσης. Τότε το νοικοκυριό χρωστά 1500€ – 1000€ – 600€ = -100€. Το παραπάνω νοικοκυριό για το μήνα που πέρασε δεν δημιούργησε νέο χρέος. Αυτά είναι τα θετικά νέα! Ταυτόχρονα, όμως, δεν εξυπηρέτησε το παλιό του χρέος στο σύνολό του! Όπως ακριβώς με το νοικοκυριό μας, έτσι και με το κράτος υπολογίζουμε τα ίδια στοιχεία.
Ακόμη κι αν σε πρωτογενές επίπεδο ο προϋπολογισμός είναι πλεονασματικός, δεν μπορεί να είναι συνεχώς ελλειμματικός στο σύνολό του διότι αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να δανείζεται συνέχεια για να εξυπηρετεί παλιό χρέος. Όπως ένα άτομο δεν μπορεί συνέχεια να δαπανά περισσότερα από το εισόδημά του έτσι και το κράτος δεν μπορεί να δανείζεται συνέχεια. Το κράτος συνήθως καλύπτει τις δαπάνες του από τους φόρους που εισπράττει και δανείζεται όταν οι φόροι δεν επαρκούν. Κάθε κυβέρνηση θα πρέπει να αποφεύγει να δαπανά περισσότερα από όσα μπορεί να εισπράξει από τους φόρους διαφορετικά οι μελλοντικές γενεές θα πρέπει να επιβαρυνθούν με πρόσθετους φόρους ώστε να αποπληρωθούν οι τόκοι.
Η Ελλάδα και η σχέση της με τα Ελλείμματα και το Δημόσιο Χρέος
Παρατηρούμε ότι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ιστορικά από διαρκώς ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Πριν την ένταξή μας στο Ευρώ, τα ελλείμματα είχαν τιθασευτεί γύρω στο 4% του ΑΕΠ με τάση μείωσης προς το 2% ώστε να εκπληρωθεί μια από τις προϋποθέσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ για την εισαγωγή μας στο Ευρωσύστημα. Στην δεκαετία που ακολούθησε παρατηρούμε απότομες αυξήσεις των ελλειμμάτων σε πολύ υψηλά ποσά. Αυτή η πορεία τελικά ανατρέπεται και η Ελλάδα επιτυγχάνει πλεονάσματα το 2016 και το 2017 (εκτιμώμενα στα δεδομένα μας). Από τη στιγμή εκείνη η χώρα μας σταμάτησε να δημιουργεί νέο χρέος.
Το χρέος της Ελλάδας βρισκόταν πάντοτε σε επίπεδα υψηλότερα από το ΑΕΠ της. Δηλαδή η χώρα μας ανέκαθεν χρώσταγε σχεδόν, ή και περισσότερο, από όσο μπορούσε να παράγει η ίδια σε ένα έτος. Για να γίνει η χώρα μας δεκτή στο Ευρώ θα έπρεπε να είχε χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ της. Πριν την ένταξή μας στο ευρώ το ποσοστό του χρέους μας ως προς το ΑΕΠ ήταν σταθερό γύρω στο 95% και μειωνόταν φτάνοντας στο 94,1% το 1998, το χαμηλότερο ποσοστό δημόσιου χρέους που έχει επιτύχει η Ελλάδα. Θεωρώντας την τάση της μείωσης του χρέους ικανοποιητική και ότι κάποτε θα έφτανε το στόχο του 60%, τελικά η χώρα μας μπήκε στο Ευρώ. Βέβαια, το δημόσιο χρέος στην συνέχεια ξεκίνησε να αυξάνει φτάνοντας στο επίπεδο του 180% του ΑΕΠ (περίπου διπλάσιο δηλαδή) μέχρι να σταθεροποιηθεί και πάλι.
Η ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος δίνει λοιπόν την δυνατότητα σε μία χώρα με χρέος να ξεκινήσει να αποπληρώνει ένα μέρος του. Το 2010 η Ελλάδα έχασε την δυνατότητα να δανείζεται από τις αγορές λόγω του υψηλού δημόσιου χρέους της. Εφόσον τα επιτόκια δανεισμού μέσω ομολόγων ήταν απαγορευτικά υψηλά κι ενώ αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα αναξιοπιστίας, η Ελλάδα κατέφυγε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με προϋπόθεση να επιτύχει συγκεκριμένα πρωτογενή πλεονάσματα. Σήμερα η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ της έως το 2020.
Συμπεράσματα
Συνεπώς, τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι απαραίτητα προκειμένου να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για τη μείωση του χρέους αφού δεν δημιουργούνται ανάγκες για νέο χρέος. Επίσης, αντανακλούν μια νοικοκυρεμένη και συνετή δημόσια οικονομία όπου οι διαχειριστές της, δηλαδή οι πολιτικοί, δεν πραγματοποιούν σπατάλες. Φαίνεται, όμως, ότι την παραπάνω άποψη δεν συμμερίζονται όλοι οι οικονομολόγοι. Τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα, φαίνεται να προκαλούν ζημιά στην πραγματική οικονομία. Το κράτος απομυζά όλη τη ρευστότητα. Μέσω φόρων και ασφαλιστικών κρατήσεων απορροφά τους αναγκαίους ιδιωτικούς πόρους, εμποδίζοντας τις επενδύσεις και την κατανάλωση και αποθαρρύνοντας τους νέους να μείνουν και να δουλέψουν, εάν βρουν δουλειά, στη χώρα τους. Για να σχηματιστούν τα πρωτογενή πλεονάσματα, η κυβέρνηση περικόπτει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, μειώνει τις επιχορηγήσεις νοσοκομείων, αναβάλλει την πληρωμή συντάξεων και καθυστερεί την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η ελληνική οικονομία εγκλωβίζεται σε ένα φαύλο κύκλο λιτότητας με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης όταν όλη η υπόλοιπη Ευρώπη αναπτύσσεται με υψηλότερους ρυθμούς.
- Εισαγωγή στη Διεθνή Οικονομική, Χρήστος Ε. Παπάζογλου, 3η έκδοση, Εκδόσεις Τσότρας
- Εισαγωγή στη Μικροοικονομική Ανάλυση, Π. Παντελίδης, Εκδόσεις Τσότρας
- Δημόσια Οικονομική και Πολιτική, Jonathan Gruber, Εκδόσεις Da Vinci
ΧΡΥΣΑ ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
Η Χρύσα είναι απόφοιτος του Οικονομικού τμήματος του Πανεπιστημίου Πειραιώς και μεταπτυχιακή φοιτήτρια του προγράμματος Econometrics and Mathematical Economics του Tilburg University. Έχει συμμετάσχει σε ποικίλα σεμινάρια και διαγωνισμούς καταλαμβάνοντας την 1η θέση στο διαγωνισμό της Microsoft Hellas στο Word. Είναι μέλος του E Square Project και ανήκει στη συγγραφική ομάδα.